- ενολισθαίνω
- ἐνολισθαίνω (AM) (Α και ἐνολισθάνω) [ολισθαίνω](για έδαφος) ολισθαίνω, υφίσταμαι κατολίσθηση, γλιστρώ, βυθίζομαι («ἡ χώρα τῶν Λακεδαιμονίων χάσμασιν ἐνώλισθε πολλοῑς» — υπέστη κατολίσθηση εξαιτίας πολλών χασμάτων, ρηγμάτων, Πλούτ.)αρχ.πέφτω γιατί δεν έχω στήριγμα.
Dictionary of Greek. 2013.